- υπερτραφής
- ης, ες1) перекормленный; очень жирный, толстый; 2) см. υπερτροφικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερτραφής — ές / ὑπετραφής, ές, ΝΜΑ πολύ ευτραφής, παραθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. πλουτο τραφής] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek